- αιψηρός
- αἰψηρός, -ά, -όν (Α)1. γρήγορος, ορμητικός, ταχύς, βιαστικός2. αυτός που επιτυγχάνεται, που συντελείται μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αἶψα.ΣΥΝΘ. αρχ. αἰψηροκέλευθος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αἰψηρός — quick masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰψηρά — αἰψηρός quick neut nom/voc/acc pl αἰψηρά̱ , αἰψηρός quick fem nom/voc/acc dual αἰψηρά̱ , αἰψηρός quick fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰψηρῶν — αἰψηρός quick fem gen pl αἰψηρός quick masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰψηρόν — αἰψηρός quick masc acc sg αἰψηρός quick neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰψηροῖο — αἰψηρός quick masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰψηροῖσι — αἰψηρός quick masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰψηρῇσι — αἰψηρός quick fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰψηρῇσιν — αἰψηρός quick fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰψηρή — αἰψηρός quick fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰψηρήν — αἰψηρός quick fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)